-ικός

-ικός
(ΑΜ -ικός)
κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος -kο- με θέματα σε -i-. Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι-κό-ς (< φύσι-ς), μαντι-κό-ς (< μάντι-ς). Το ΙΕ επίθημα *-kο- υπήρξε παραγωγικότατο και παρέμεινε παραγωγικό σε ορισμένες θυγατρικές γλώσσες, όπως είναι η Σανσκριτική. Στην Ελληνική όμως ελάχιστα υπολείμματά του σώθηκαν, όπως στο φαι-κό-ς «λαμπρός» στη θηλ. μορφή του στο θή-κη (< τί-θη-μι), και στο επίρρ. πρό-κα «ευθύς, έξαφνα» (< *προ-κό-ς < πρό). Από τη στιγμή που ο συνδυασμός -i-kο- απέκτησε αυτοτέλεια και κατέστη παραγωγική κατάλ. άρχισε να εκτοπίζει το τελευταίο φωνήεν τών λέξεων με τις οποίες συνδυαζόταν (πρβλ. φον-ικός < φόνος). Εξαίρεση αποτελούν τα παράγωγα λέξεων σε -ως (πρβλ. ηρω-ικός < ἥρως). Η κατάλ. απαντά και σε άλλες ΙΕ γλώσσες (πρβλ. αρχ. ινδ. āhn-ikah «ημερήσιος», λατ. tenebr-icus «ζοφώδης»).
Περί το 1000 π. Χ., πάντως, η χρήση τής κατάλ. -ικός στην Ελληνική έφθινε, όπως εξάλλου και η χρήση τού επιθήματος *-kο- γενικότερα. Στον Όμηρο, εκτός από μία ομάδα παραγώγων από ονόματα λαών (πρβλ. ἀχαι-ικός < Ἀχαιός, πελασγ-ικός < Πελασγός, τρω-ικὸς < Τρῶες), απαντούν μόνο δύο τ. σε -ικός: παρθεν-ικός και ορφαν-ικός. Ο αριθμός τών παραγώγων σε -ικός στη μεθομηρική ποίηση παραμένει περιορισμένος: μουσ-ική (ενν. τέχνη), παιδ-ικός, βαρβαρ-ικός, βασιλ-ικός, αστ-ικός, νυμφ-ικός, αρχ-ικός (< αρχή «εξουσία») είναι ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα από κείμενα τών αρχαϊκών χρόνων.
Η κατάλ. αρχίζει να γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη από τον 5ο π. Χ. αιώνα κ. εξ. λόγω τής ευρείας χρήσεώς της από τους σοφιστές, που τήν κατέστησαν ένα από τα κυριότερα μέσα παραγωγής όρων φιλοσοφικού περιεχομένου και τήν κληροδότησαν σε όλους τους μετέπειτα φιλοσόφους. Κατά τον 5ο π. Χ. αιώνα η κατάλ., αν και ευρέως χρησιμοποιούμενη από τους λογίους, δεν έχει γίνει ακόμη ευρύτερα παραγωγική. Αποτελεί υφολογικό χαρακτηριστικό τού επιστημονικού και γενικότερα τού έντεχνου λόγου. Στους ρήτορες, λ.χ., ο απλός στο ύφος του Ισαίος χρησιμοποιεί ελάχιστους τ. σε -ικός, ενώ ο Ισοκράτης στην περίτεχνη γλώσσα του πολυάριθμους. Από τους ιστορικούς ο Ηρόδοτος λίγα παραδείγματα σε -ικός έχει να παρουσιάσει, ενώ ο Θουκυδίδης, επηρεασμένος στο ύφος του από τον σοφιστή Γοργία, χρησιμοποιεί πολύ περισσότερα. Από τους τραγικούς οι Αισχύλος και Σοφοκλής χρησιμοποιούν την κατάλ. με φειδώ, ενώ ο Ευριπίδης, που επηρεάστηκε σαφώς από τους σοφιστές, πολύ συχνότερα. Η γλαφυρότερη όμως μαρτυρία για την υφολογική ταυτότητα τής κατάλ. -ικός κατά τον 5ο π. Χ. αιώνα προέρχεται από τον Αριστοφάνη, ο οποίος τή χρησιμοποιεί κατά κόρον, αλλά μόνο για να παρωδήσει το ύφος τών σοφιστών και τού Σωκράτη, τών οποίων, ως γνωστόν, υπήρξε σφοδρός πολέμιος, ενώ αποφεύγει συστηματικά να χρησιμοποιήσει τέτοιους τ. στην ομιλία τών απλών ανθρώπων.
Η ευρύτατη χρήση τής κατάλ. από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους μαθητές τους τήν καθιέρωσε και τήν κατέστησε παραγωγικό στοιχείο και τού καθημερινού λόγου. Οι νεόπλαστοι τ. σε -ικός τού Πλάτωνος διεύρυναν σημαντικά το πεδίο εφαρμογής τής καταλήξεως. Τα παράγωγα άρχισαν να σχηματίζονται με μεγάλη ελευθερία, όχι μόνο από ουσ. αλλ' από πάσης φύσεως ονοματικούς τ. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα ο ονοματικός τ. από τον οποίο υποτίθεται ότι παρήχθη το επίθ. σε -ικός δεν υπήρξε ποτέ. Τέτοια λ.χ. είναι σύνθ. επίθ. όπως εἰδωλ-ουργ-ικός «που αφορά στην κατασκευή εικόνων» (< *εἰδωλ-ουργός), έναντιο-ποιο-λογ-ικός «που αναγκάζει κάποιον να περιπέσει σε αντίφαση» (< *ἐναντιο-ποιο-λόγος), μαθηματο-πωλ-ικός «που πωλεί την επιστήμη του» (< *μαθηματοπώλης) κ.λπ. Η παραγωγή επιθ. σε -ικός έγινε τελικά τόσο ανεξάρτητη από τον αρχικό τ. (πρωτόθετο) ώστε ορισμένα μπορούν να συνδεθούν εξίσου καλά είτε με ονοματικό είτε με ρηματικό τ. Το επίθ. γραφ-ικός «που αφορά στην τέχνη τής γραφής ή τής ζωγραφικής» λ.χ. μπορεί να συνδεθεί εξίσου καλά είτε με το γράφω είτε με το γραφή. Τέτοια ελευθερία και γενικότητα παρουσιάζει η κατάλ. -ικός από τους χρόνους τής Κοινής κ. εξ. Παρέμεινε εξίσου παραγωγική κατά τους μεσαιωνικούς και τους νεοελληνικούς χρόνους, με αποτέλεσμα να μαρτυρούνται συνολικά 6.777 λέξεις σε -ικός, από τις οποίες 1.296 είναι κοινές, 1.995 μόνο αρχαίες ή μεσαιωνικές και 3.486 νεοελληνικές. (Τα στοιχεία από το Αντίστροφον λεξικόν τής Νέας Ελληνικής, Γ. Κουρμούλη, Αθήνα 1967).
Στην πορεία τής γενικεύσεώς της η κατάληξη -ικός ανταγωνίστηκε άλλες αρχ. παραγωγικές καταλ., όπως τις -ιος, -ειος, -ῴος κ.λπ. Σε πολλές περιπτώσεις το επίθ. σε -ικός αποτελεί απλώς παράλληλο τ. χωρίς να διακρίνεται διαφορά σημασίας (πρβλ. πάτρ-ιος - πατρ-ῴος - πατρ-ικός, φίλ-ιος - φιλ-ικός, κολοσσ-ιαίος - κολοσσ-ικός, δούλ-ιος - δουλ-ικός, νοσηματ-ώδης - νοσηματ-ικός κ.λπ. Το ανδρ-ικός διαφοροποιείται σε ορισμένες περιπτώσεις από το ανδρ-είος (πρβλ. ανδρ-ικός χορός) σε άλλες όμως η σημασία τους συμπίπτει. Τέλος, σε άλλα επίθ. η σημασία παρέμεινε διαφορετική (πρβλ. λόγιος - λογ-ικός, δημόσιος - δημοτ-ικός κ.λπ.).
Από την κατάλ. -ικός προέκυψαν ήδη από την αρχαιότητα οι καταλ. -τικός (αρχικά από περιπτώσεις λέξεων με -τ- στο θέμα τους, πρβλ. χρηστικός < χρήστης) και -ευτικός (< ρήματα σε -εύω μέσω τής ήδη διαμορφωμένης -τικός, πρβλ. αλιευτικός < αλιεύω). Στη Νέα Ελληνική δημιουργήθηκαν οι παρεκτεταμένες μορφές -(ι)άτικος (πρβλ. κυριακάτικος < Κυριακή, χωριάτικος < χωριάτης και -(ι)άρικος (πρβλ. κουρσάρικος < κουρσάρος, ναζιάρικος < ναζιάρης), επίσης από λ. με τα επιθήματα -(ι)ατ- και -(ι)αρ- στο θέμα τους). Την κατάλ. -ικός δανείστηκαν από την Ελληνική η Γαλλική, η Αγγλική και η Γερμανική δημιουργώντας, αντιστοίχως, παρ. επίθ. σε -ique (πρβλ. juridique «δικαστικός»), -ic (πρβλ. imperialistic «επεκτατικός») και -isch (πρβλ. militarisch «στρατιωτικός»).
Η τεράστια γενίκευση τής χρήσεως τής κατάλ. -ικός επέφερε και αντίστοιχη γενίκευση τής σημασίας της. Αρχικά η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά σε επίθ. που προσδιόριζαν ονόματα πραγμάτων δηλώνοντας την προέλευση ή τη φύση τους (πρβλ. περσ-ικός, παρθεν-ικός). Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι τή χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν τις κλίσεις ή τις ικανότητες ή τις ιδιότητες προσώπων (πρβλ. αδολεσχ-ικός «φλύαρος», μνημον-ικός «με γερή μνήμη», μηχαν-ικός «επινοητικός», καρτερ-ικός κ.λπ.). Στο θηλ. γένος τα επίθ. σε -ικός χρησιμοποιήθηκαν ως χαρακτηρισμοί τεχνών (πρβλ. μουσ-ική, νομισματο-πωλ-ική, ημερο-θηρ-ική «η τέχνη τού να θηρεύει κανείς ήμερα ζώα» κ.λπ.) καθώς και για τη δήλωση αφηρημένων εννοιών (πρβλ. διαλεκτ-ική, προσομιλητ-ική «το να ζει κανείς με τρόπο κοινωνικό» κ.λπ.). Τελικά, η κατάληξη πήρε τη γενική σημασία «που έχει σχέση με, που αφορά σε κάτι», την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα.
Ορισμένα ενδεικτικά παρ. επίθ. σε -ικός είναι τα ακόλουθα:
αρχικός, γεωργικός, δημαγωγικός, εισαγωγικός, εφηβικός, λογικός, μεθοδικός, μελαγχολικός, παιδαγωγικός, πολεμικός, στοργικός, συγγραφικός, τραγικός, υπερβολικός, φλεβικός, ψυχικός
αρχ.
αδολεσχικός, αοιδικός, αυτοπωλικός, δεσποινικός, εγρηγορικός, ετερομηκικός, καρηβαρικός, μαχιμικός, παρῳδικός, ποιμνικός, τειχομαχικός, τυψικός, φορικός, χοιραδικός, ψηφικός
νεοελλ.
αλκοολικός, απολυταρχικός, γλωσσολογικός, θρυλικός, ιεραρχικός, καταναλωτικός, κινηματογραφικός, κοινωνιολογικός, κυριαρχικός, ποινικός, πυγμαχικός, σπασμωδικός, στερεοφωνικός, συνολικός, φωτογραφικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ίκος — Ονομασία ενός από τα νησιά των Θεσσαλικών Σποράδων κατά την αρχαιότητα, που είχε αποικιστεί από Κρήτες με τον Στάφυλο. Κατόπιν έγινε υποτελές των Αθηναίων, μαζί με τη Σκίαθο και την Πεπάρηθο. Σήμερα ονομάζεται Χιλιοδρόμια …   Dictionary of Greek

  • ἰκός — ἴξ worm fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορπιλ(λ)ικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις τορπίλες («τορπιλικός μηχανισμός») 2. το ουδ. ως ουσ. το τορπιλ(λ)ικό (στρ. ναυτ.) πολεμικό πλοίο, μικρού κατά κανόνα εκτοπίσματος, τού οποίου κύριο όπλο είναι οι τορπίλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τορπίλ(λ)η. Η …   Dictionary of Greek

  • πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] …   Dictionary of Greek

  • σπόνδιξ — ικος, ὁ, Α αυτός που προσφέρει σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. σπάδ ιξ)] …   Dictionary of Greek

  • τετραέλιξ — ικος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές 2. το θηλ. ἡ τετραέλιξ είδος ακανθοειδούς φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἕλιξ, ικος] …   Dictionary of Greek

  • φόλλιξ — ικος, ἡ, Α τραχύτητα τού δέρματος που οφείλεται σε ψώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. τ. τής λ. φολίς* «λέπι, κηλίδα, στίγμα», με εκφραστικό διπλασιασμό τού λ και επίθημα ιξ, ικος (για την εναλλαγή ικ / ιδ στο… …   Dictionary of Greek

  • άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… …   Dictionary of Greek

  • πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] …   Dictionary of Greek

  • πολυάϊξ — ικος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύ ορμητικός, σφοδρός («τὸ μὲν πλεῑον πολυάϊκος πολέμοιο χεῑρες ἐμαὶ διέπουσ », Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κάματος πολυᾱϊξ» κόπωση που προέρχεται από την ορμή στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ᾱιξ (< θ. αιξ , πρβλ. μέλλ. ἀΐξ ω τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”